υπόζωμα

υπόζωμα
το / ὑπόζωμα, ΝΑ [ὑποζώννυμι]
1. ζωολ. (στα έντομα) εντομή που διαχωρίζει τον θώρακα από την κοιλία
2. ναυτ. ζωστήρας από χοντρό σχοινί που περιβάλλει κατά μήκος το πλοίο και συγκρατεί τις σανίδες στον σκελετό του, αλλ. υπόζωσμα
νεοελλ.
ναυτ. παχύ σχοινί που σαν ζωστήρας περιβάλλει εξωτερικά λέμβο ή πλοιάριο κατά μήκος τού σκάφους με σκοπό την αποφυγή προσκρούσεων κατά τις πλευρίσεις
αρχ.
1. υμένας που διαχωρίζει τη θωρακική από την κοιλιακή κοιλότητα, διάφραγμα
2. ναυτ. το μεσαίο τμήμα τού πηδαλίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑπόζωμα — diaphragm neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποζώμασι — ὑπόζωμα diaphragm neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποζώμασιν — ὑπόζωμα diaphragm neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποζώματα — ὑπόζωμα diaphragm neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποζώματι — ὑπόζωμα diaphragm neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποζώματος — ὑπόζωμα diaphragm neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποζωματίας — ο, Μ (για τις εγκεφαλικές μεμβράνες) αυτός που βρίσκεται στο υπόζωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπόζωμα, ὑποζώματος + κατάλ. ίας (πρβλ. τραυματ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • νίγλα — (I) η το λουρί που χρησιμεύει για δέσιμο τού σαμαριού στη ράχη υποζυγίου, υπόζωμα, ζώστρα, αλλ. ίγλα, ίγγλα, γίγγλα, μεσιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίγ(γ)λα* «λουρί», το ν από συνεκφορά με το άρθρο (την ίγ(γ)λα)] …   Dictionary of Greek

  • υπόδυμα — ύματος, τὸ, Α [ὑποδύω] 1. ανατ. διάφραγμα, υπόζωμα 2. ένδυμα, υποδύτης …   Dictionary of Greek

  • υπόζωσμα — τὸ, Α [ὑποζώννυμι] 1. ναυτ. το υπόζωμα 2. στον πληθ. τὰ ὑποζώσματα τα εσώρουχα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”