ὑπόζωμα — diaphragm neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποζώμασι — ὑπόζωμα diaphragm neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποζώμασιν — ὑπόζωμα diaphragm neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποζώματα — ὑπόζωμα diaphragm neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποζώματι — ὑπόζωμα diaphragm neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποζώματος — ὑπόζωμα diaphragm neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποζωματίας — ο, Μ (για τις εγκεφαλικές μεμβράνες) αυτός που βρίσκεται στο υπόζωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπόζωμα, ὑποζώματος + κατάλ. ίας (πρβλ. τραυματ ίας)] … Dictionary of Greek
νίγλα — (I) η το λουρί που χρησιμεύει για δέσιμο τού σαμαριού στη ράχη υποζυγίου, υπόζωμα, ζώστρα, αλλ. ίγλα, ίγγλα, γίγγλα, μεσιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίγ(γ)λα* «λουρί», το ν από συνεκφορά με το άρθρο (την ίγ(γ)λα)] … Dictionary of Greek
υπόδυμα — ύματος, τὸ, Α [ὑποδύω] 1. ανατ. διάφραγμα, υπόζωμα 2. ένδυμα, υποδύτης … Dictionary of Greek
υπόζωσμα — τὸ, Α [ὑποζώννυμι] 1. ναυτ. το υπόζωμα 2. στον πληθ. τὰ ὑποζώσματα τα εσώρουχα … Dictionary of Greek